Ισως είναι από τις λίγες φορές που το «μετά» θεωρείται πιο ταιριαστό από το «πριν». Ο λόγος για τη Λίμνη Πλαστήρα, τον απόλυτο καρδιτσιώτικο προορισμό, το σημείο αναφοράς που ξεδιπλώνει τα κάλλη του στη σκιά των θεσσαλικών Αγράφων.
Αναμφισβήτητα θεωρείται μία από τις πιο τουριστικές λίμνες της Ελλάδας. Εδώ και χρόνια από τους πλέον περιζήτητους προορισμούς για ζευγάρια, παρέες, λάτρεις της φύσης, του θρησκευτικού τουρισμού του υδάτινου στοιχείου σε όλες τις πιθανές μορφές του (πηγές, ρέματα, φαράγγια την περιβάλλουν), της πεζοπορίας και της ορειβασίας.
Και φυσικά της γλυκιάς ραστώνης στα ενδότερα των πολλαπλών καλοστημένων ξενώνων. Η λίμνη Πλαστήρα είναι ιδανική για καλοφαγάδες, ιδανική και για κυνηγούς των -λιγοστών μα χορταστικών- off road διαδρομών. Οποιος την έχει επισκεφθεί θα ξαναπάει και όποιος δεν το ‘χει ήδη κάνει, το βάζει στο σχέδιο. Σύμφωνα με τη φωνή της πλειονότητας ντύνεται στην καλύτερή της φορεσιά το καλοκαίρι, μα είναι προορισμός κάθε ημέρας και κάθε νύχτας – με το παραπάνω δικαιώνει το κλισέ των «τεσσάρων εποχών».

Κάθε ηλιοβασίλεμα χρυσώνεται, κάθε παγωμένο πρωινό αχνίζει στο τσουχτερό κρύο, την άνοιξη λουλουδιάζει, το φθινόπωρο σε γεμίζει χρώματα, τον χειμώνα έχει για συντρόφους της τις λευκές κορυφές των Αγράφων, κι αν έχει κρατήσει στην αγκαλιά της το χιόνι, τότε είναι που σε κάνει να νιώθεις υπερτυχερός!
Φυσικά δεν ήταν πάντα έτσι. Ηταν 1959 όταν το οροπέδιο της Νεβρόπολης (από τη λέξη «νεβρός» = τα νεογνά των ελαφιών που πιθανόν ζούσαν στη λεκάνη της) έγινε «Λίμνη Ταυρωπού» – από το 1984 κι έπειτα ονομάζεται επισήμως «Λίμνη Πλαστήρα».
Τότε πραγματώθηκε το όραμα του εμπνευστή της και δημιουργήθηκε το πιο αναγνωρίσιμο τοπίο του Νομού Καρδίτσας. Ορθώθηκε το φράγμα, το μήκους 220 μ. τεχνητό τόξο που συγκράτησε τα νερά του Μέγδοβα (ή Ταυρωπού ποταμού) τα οποία μέσα στη φαινομενική τους στασιμότητα τροφοδοτούν τον σταθμό της ΔΕΗ, αρδεύουν τον Θεσσαλικό Κάμπο και υδροδοτούν την Καρδίτσα και άλλες 38 κωμοπόλεις και γειτονικά χωριά.

Οι ντόπιοι αποζημιώθηκαν για τα χαμένα χωράφια τους. Η ιστορία του συμμαχικού αεροδρομίου της Νεράιδας θάφτηκε κάτω από τα νερά της. Το εν λόγω αεροδρόμιο-φάντασμα, μοναδικό σε ολόκληρη την κατεχομένη Ευρώπη, τέθηκε σε λειτουργία το καλοκαίρι του ’43 και έως το τέλος του πολέμου χρησιμοποιούνταν για την επικοινωνία με το συμμαχικό στρατηγείο της Μέσης Ανατολής. Κάτω απ’ τη μύτη των ναζί! Την ημέρα καμουφλαριζόταν με φορητά δέντρα – το βράδυ «σπερνόταν» με λάμπες θυέλλης που σηματοδοτούσαν τον (πολλές φορές και για τους ίδιους τους αντάρτες) άφαντο διάδρομο προσγείωσης.

Ανθρώπων φύση

Γύρω της ξεδιπλώνονται μια, δυο, τρεις χούφτες παραλίμνια και αγραφιώτικα χωριά. Στη δυτική πλευρά, στην Καρίτσα, τη Φυλακτή και τη Νεράιδα παίρνεις μια πρώτη ιδέα από τα θεσσαλικά Αγραφα, την ψυχή της Ελληνικής Αντίστασης, το μέρος όπου συγκροτήθηκαν τα αντάρτικα σώματα του Ε.Λ.Α.Σ. και του Ε.ΔΕ.Σ. Στο πυκνοκατοικημένο Νεοχώρι, πρωτεύουσα των Αγράφων στα χρόνια της τουρκοκρατίας, συστήνεσαι στη σύγχρονη πραγματικότητα.

Κάπου στις αρχές του ’90 εμφανίστηκε στους κόλπους του το Αγνάντι, ο πρώτος ξενώνας. Ακολούθησαν κι άλλοι, γύρω τους ξεπήδησαν ταβέρνες που έχουν πλέον γράψει τη δική τους γαστρονομική ιστορία, στα τέλη του ’90 οργανώθηκαν οι πρώτες εναλλακτικές δραστηριότητες.

Εχουμε λοιπόν και λέμε: ποδηλασία, τοξοβολία, canoe kayak, υδροποδήλατα, ιππασία, πεζοπορίες, αναρρίχηση και αεραθλητισμός 365 μέρες τον χρόνο «βρέξει-χιονίσει». Το Κέντρο Ενημέρωσης και Διοργάνωσης Δραστηριοτήτων «Tavropos» και η Trekking Hellas μας μυούν στην περιπέτεια.
Οι βασικές οδηγίες προς ναυτιλλομένους έχουν ως εξής: ο γύρος της λίμνης αγγίζει τα 65 χλμ. Τα πλέον τουριστικά χωριά είναι το αμφιθεατρικά χτισμένο Νεοχώρι (με τα περισσότερα καταλύματα και τους διάσπαρτους μαχαλάδες να διατηρούν το παραδοσιακό τους χρώμα) και τα παραλίμνια Καλύβια Πεζούλας (τα οποία φιλοξενούν τα περισσότερα εστιατόρια).

Οι δύο πλαζ Πεζούλας και Λαμπερού, αντικριστές αντικριστές, σε φέρνουν σε επαφή με τα νερά της και φιλοξενούν αναψυκτήρια (στην πρώτη, τη δυτική, διοργανώνονται και οι προαναφερόμενες δραστηριότητες). Βενζινάδικα βρίσκεις στο Κρυονέρι και στα Καλύβια Πεζούλας, εκεί και ο μοναδικός φούρνος για να ξεκινήσεις τη μέρα σου (ιδανικά με μπατζίνα και πλαστό – τις διάσημες θεσσαλικές πίτες).

Για ΑΤΜ ούτε λόγος: η κοντινότερη τράπεζα είναι βόρεια, στο Μουζάκι, οπότε κινούμαστε ανάλογα. Κάτι επίσης σημαντικό: οι ταβέρνες μεσοβδόμαδα -κατά τη χειμερινή περίοδο- ανοίγουν ανάλογα με την προσέλευση των επισκεπτών, οπότε σε μια τέτοια περίπτωση η λύση ακούει στο όνομα Προσήλιο Νεοχωρίου, κλασική επιλογή των ντόπιων.

Τα θρησκευτικά μονοπάτια αποτελούν ξεχωριστό κεφάλαιο για τους περιηγητές και διακλαδίζονται προς όλες τις κατευθύνσεις, οδηγώντας σε τρεις βυζαντινές μονές: Κορώνης, Πέτρας και Πελεκητής χρήζουν της αμέριστης προσοχής μας, με γηραιότερη όλων την πρώτη, φερόμενη ως «κορώνα του Θεσσαλικού Κάμπου», και ομορφότερη την τελευταία, και μοναδική που δεν φιλοξενεί μοναστική αδελφότητα.

Σκαρφαλωμένοι στην ανατολική πλευρά των Αγράφων (δυτικά της λίμνης) έχουμε την καλύτερη θέα στο υδάτινο «σεντόνι» που οραματίστηκε ο στρατηγός Ν. Πλαστήρας και ειδικά στο Παρατηρητήριο, το μικρό κιόσκι που εύκολα εντοπίζεται αν ακολουθήσουμε τις ταμπέλες μετά τον Μπελεκομύτη και τη διασταύρωση για Κέδρο (3 χλμ. από τον κεντρικό δρόμο, ουσιαστικά πάνω από το φράγμα).
Καθ’ όλη βεβαίως τη διαδρομή από το Νεοχώρι προς Νότο φανερώνονται τα περίφημα φιόρδ και, εμπρός στο φράγμα, το νησάκι Νιάγκα, το μεγαλύτερο της λίμνης.Αν, πάλι, κάποιος από εμάς αρέσκεται στα υψόμετρα, στο «1.536», πάνω από τη Νεράιδα, υπάρχει το ορειβατικό καταφύγιο Καραμανώλη, όπου και το μινιόν χιονοδρομικό κέντρο.

Επίσης αξιοσημείωτο και το Δασικό Χωριό Δρυάδες, νοτίως της λίμνης, κοντά στο χωριό Καροπλέσι, στα χνάρια του Ταυρωπού (φέρεται και ως «πεστροφόρος ποταμός»). Γενικότερα, στον γύρο της λίμνης από την Κερασιά έως την περιοχή Τσαρδάκι (πλησίον της πλαζ Λαμπερού) κινούμαστε περιμετρικά της λίμνης, ενώ στο κρασοχώρι του Μεσενικόλα και στο Μορφοβούνι (οπότε κλείνει ο κύκλος) είμαστε στην «τυφλή» της πλευρά, έχοντας για θέα την απεραντοσύνη του κάμπου της Καρδίτσας.

Λίμνη αφ’ υψηλού

Από το σταυροδρόμι των Καλυβίων Πεζούλας εύκολα οδηγούμαστε στη Νεράιδα. Το προπολεμικό θέρετρο των Καρδιτσιωτών και αλλοτινή έδρα του στρατηγείου του Ε.Λ.Α.Σ. δείχνει τον δρόμο για το ορειβατικό καταφύγιο και αποκαλύπτει μία εκ των τελευταίων ορεινών χωμάτινων διαδρομών.

Εδώ εντοπίζεται και το ξενοδοχείο «Ν. Πλαστήρας», τέως εξοχικό του θρυλικού πολιτικού ηγέτη, το οποίο κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο λειτουργούσε ως τυπογραφείο της Αντίστασης. Τα 11 χλμ. ημιαλπικών τοπίων μέσα στα δάση ελάτης των Αγράφων (σε περίπτωση χιονόπτωσης προσοχή στον πάγο) καταλήγουν στη Μονή Πελεκητής, το φρουριακό μοναστήρι του 15ου αι. που πελεκήθηκε στον απότομο βράχο.
Ανοιχτή καθημερινά 10.30-16.00 -χάρη στον επίτροπο εκ Καρίτσας που τη φροντίζει- έχει να επιδείξει στους δύο της ναούς (Παναγίας και Αναλήψεως του Χριστού) σπάνιες εικόνες της κρητικής σχολής, ενώ σε όλο το υπόλοιπο θαυμαστό οικοδόμημα (λέγεται πως πελεκήθηκε με ξύλινα εργαλεία), βλέπουμε πολεμίστρες, καταπακτές διαφυγής, το κρυφό σχολειό, τα πατήματα της Παναγίας στον εξωτερικό βράχο και λοιπά θαύματα της πίστης ή του ανθρώπου.
Κατηφορίζουμε στην Καρίτσα και στον Μπελοκομύτη (απ’ το μπελοκό=γυαλιστερός τόπος και μύτη), κοντινά και φημισμένα για τον Καρυτσιώτη ποταμό που τα διατρέχει, τα περιπατητικά μονοπάτια που εφορμούν στην καρδιά των Αγράφων και… τις πέστροφες. Αν δεν έφτασε ακόμα η στιγμή να δοκιμάσετε το Νο1 λιμναίο έδεσμα, η επόμενη (επιβεβλημένη) στάση επιτυγχάνεται στο φράγμα.

Το εντυπωσιακό οικοδόμημα ύψους 83 μ. και μήκους 200 μ. Κείτεται στα πόδια των κορυφογραμμών που σχηματίζουν την πολυφωτογραφημένη γυναικεία μορφή της «κοιμωμένης των Αγράφων». Τα στοιχισμένα μαγαζάκια με τα σουβενίρ αποτελούν (εδώ και χρόνια) μέρος του όλου και, μόλις τα προσπεράσουμε, βρισκόμαστε πλέον στην ανατολική ακτή.
Μετά τη Μούχα, ο δρόμος διακλαδίζεται νότια προς Ανθηρό (πέρασμα στα ευρυτανικά Αγραφα), ανατολικά προς Ραχούλα (πατρίδα του Χ. Φλωράκη, που οδηγεί στον κάμπο της Καρδίτσας) ή βόρεια, στην Καστανιά, το χωριουδάκι των 100 κατοίκων που ξεδιπλώνεται γύρω από την εκκλησία της Παναγίας και έχει να επιδείξει το εργαστήριο – Μουσείο Υποδημάτων των αδελφών Κόγια.
Για του λόγου το αληθές, ο Ηλίας είναι ο συνεχιστής της 100χρονης οικογενειακής παράδοσης, ο Παύλος βοηθάει μεν στην παραγωγή και στην ξενάγηση, αλλά ασχολείται κυρίως με τα βότανα (τα οποία συσκευάζει με την επωνυμία Kogias Herbal Tea, και που μάλιστα πέτυχαν βράβευση και στο εξωτερικό!).

Οικογένεια βέρων τσαρουχάδων από το 1910, μιλούν για την εποχή που η Καστανιά ήταν κεφαλοχώρι (πέρασμα γαρ των Σαρακατσαναίων από και προς τα Αγραφα) με πολλά εργαστήρια τσαρουχιών, ραφτάδων, σιδεράδων κ.ά. Γουρουνοτσάρουχα, λοιπόν, με ιστορία, παπούτσια χορού, κρητικά στιβάνια και σελάχια (η πατροπαράδοτη «μπανάνα», αυτό το διαχρονικό τσαντάκι μέσης) και ένα μουσειάκι με παλιά εργαλεία, τσαγκαράδικες μηχανές και παπούτσια απ’ όλο τον κόσμο περιμένουν τους επισκέπτες.
Μετά τη λίαν ενδιαφέρουσα ξενάγηση (η παρουσίαση διανθίζεται με συζητήσεις ως προς τον κοινωνικό ρόλο του παπουτσιού ανά τους αιώνες) προχωρούμε στο Λαμπερό, το οποίο λόγω της υποχώρησης του εδάφους εγκαταλείπεται, με τους κατοίκους του να έρχονται ολοένα πιο κοντά στη λίμνη και, συγκεκριμένα, στον Αγιο Αθανάσιο. Σε αυτό το σημείο ξεκινά μια δεύτερη χωμάτινη διαδρομή, παραλίμνια αυτήν τη φορά, μες στην παρόχθια βλάστηση. Ο δρόμος δεξιά φεύγει προς τη Μονή Πέτρας Καταφυγίου (16ος αι.), βόρεια στη Μονή Κορώνης (12ος αι.) και ο Μεσενικόλας ακολουθεί.
Το μικρό μα ζωντανό χωριό φημίζεται για το ΠΟΠ μαύρο κρασί του, το οποίο, πέραν του τοπικού συνεταιρισμού, εμφιαλώνεται μονάχα από τον οινοπαραγωγό Γιώργο Καραμήτρο. Στο πολλάκις βραβευμένο «ρουμπινί Μεσενικόλα», οφείλει το όνομά του το χωριό, καθώς το 1455 κάποιoς Φράγκος ευγενής ονόματι «μεσιέ Νικολά» έφερε στον νέο τόπο κατοικίας του τις γνώσεις και την αγάπη του για το κρασί.
Το επισκέψιμο οινοποιείο διαχειρίζονται «οι γονείς» Γιάννης και Γιαννούλα Καραμήτρου, οι οποίοι ελέγχουν τον μούστο, επιμελούνται τις ζυμώσεις και μεταδίδουν τις γνώσεις τους σε όλους τους ενδιαφερομένους. Φυσικά, ενημερώνουν και για ΤΟ γεγονός του χωριού, την αυγουστιάτικη γιορτή κρασιού που συγκεντρώνει πλήθος κόσμου.
Στον κεντρικό δρόμο του οικισμού και το Παντοπωλείο Ζούκα, ένα από τα τελευταία φορτωμένα ως το ταβάνι, παλιά μαγαζιά όπου βρίσκεις πραγματικά ό,τι χρειάζεσαι. Το Μορφοβούνι με τη σειρά του αγναντεύει τον Θεσσαλικό Κάμπο και υπερηφανεύεται για τα δύο εκλεκτά τέκνα του: τον πρωταγωνιστή της περιοχής «Μαύρο Καβαλάρη», Ν. Πλαστήρα, και τον περίφημο Καρδιτσιώτη ζωγράφο Δημήτρη Γιολδάση. Λίγο ακόμα και ο κύκλος κλείνει (όπως πρέπει) πλάι σε κελαρυστά νερά, στα μαντάνια της Κερασιάς, στην καρδιά του φωτογενούς και προσήλιου χωριού – είσοδο στην πάντα γοητευτική (και παντός καιρού) λίμνη Πλαστήρα.

Leave a Reply